Γράφει η Σταυρωτή Καρπετάκη, Ψυχολόγος, Σύνδεσμος Μελών Γυναικείων Σωματείων Ηρακλείου κ Νομού Ηρακλείου
Στην Ελλάδα για περισσότερα από 12 χρόνια, η διαχείριση των θυτών αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας γίνεται στο πλαίσιο της Ποινικής Διαμεσολάβησης και αποτελεί δυνατότητα η οποία διερευνάται υποχρεωτικά από τον αρμόδιο Εισαγγελέα πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η καθιέρωση της Ποινικής Διαμεσολάβησης στο Ελληνικό Ποινικό Σύστημα βασίστηκε στην Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη διαμεσολάβηση στις ποινικές διαδικασίες. Πιο συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο Δ του Ν. 3500/2006 με τίτλο «Αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας» τα άρθρα 11-14 εισάγουν το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης για τις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα.
Για την έναρξη της διαδικασίας απαιτείται ανεπιφύλακτη δήλωση του θύτη ότι δεσμεύεται α) να μην διαπράξει άλλα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας, β) να συμμετάσχει σε πρόγραμμα συμβουλευτικής και γ) να αναλάβει την οικονομική αποζημίωση του θύματος, καθώς και η συγκατάθεση του θύματος. Ανεξάρτητα από την υποχρέωση του Εισαγγελέα να διερευνήσει τη δυνατότητα διενέργειας Ποινικής Διαμεσολάβησης, η διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει και κατόπιν αιτήσεως του θύτη, ο οποίος έχει δικαίωμα να υποβάλει είτε ο ίδιος είτε μέσω του συνηγόρου του δήλωση για Ποινική Διαμεσολάβηση.
Στην Ελλάδα, η Εισαγγελία παραπέμπει τους θύτες σε προγράμματα συμβουλευτικής τοπικών φορέων με σχετική εμπειρία. Τα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται σε κάθε ελληνική πρωτεύουσα και η παραπομπή γίνεται από την τοπική Εισαγγελία Πρωτοδικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τη διαδικασία μέχρι σήμερα. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν τις αδυναμίες της τρέχουσας μορφής της, όπως έλλειψη ευαισθητοποίησης του κοινού, ανεπαρκής κατάρτιση για τους επαγγελματίες, ασάφεια του νομικού πλαισίου και των κατευθυντήριων γραμμών για τα εμπλεκόμενα μέρη, καθώς και απουσία επαρκούς αριθμού φορέων, ικανών να αναλάβουν αυτά τα προγράμματα συμβουλευτικής σε όλη τη χώρα σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Επίσης, οι ήδη υπάρχοντες οργανισμοί αντιμετωπίζουν ποικίλες δυσκολίες, όπως αυξημένος φόρτος εργασίας, έλλειψη προσωπικού και απουσία ενός καθιερωμένου πρωτοκόλλου που διευκολύνει την διεξαγωγή των προγραμμάτων συμβουλευτικής, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών.
Ένα άλλο ζήτημα που κρίνεται σημαντικό να αντιμετωπιστεί, αφορά την ελλιπή αναφορά αυτών των περιπτώσεων, καθώς η ενδοοικογενειακή βία δεν γίνεται ακόμη αντιληπτή ως πρόβλημα σε μια πατριαρχική κοινωνία.
Επιπλέον, σε περιπτώσεις ατόμων από άλλες χώρες ή συν-νοσηρότητας με άλλα προβλήματα (κατάχρηση ουσιών, η ψυχική νόσος), μπορεί να προκύψουν δυσκολίες που σχετίζονται με τη γλωσσική επικοινωνία ή την ανάγκη εξατομικευμένης ή συνεργατικής θεραπείας, αντίστοιχα.
Ένα άλλο ζήτημα που εγείρεται είναι αυτό του στιγματισμού, καθώς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο θύτης αναφέρεται ως «δράστης». Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε την ανάγκη επανεξέτασης και αξιολόγησης της υφιστάμενης διαδικασίας και, κατά συνέπεια, θα μπορούσε να εξακριβωθεί ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος της παρέμβασης και των κυρώσεων στο θύτη, οδηγώντας σε δεδομένα που περιγράφουν το αποτέλεσμα και την ποιότητα της διαμεσολάβησης.
Με βάση τα ανωτέρω, είναι απαραίτητο να γίνουν αρκετές αλλαγές σε επίπεδο πολιτικής. Είναι σημαντικό να αναπτυχθεί μία πιο εξειδικευμένη κατάρτιση των επαγγελματιών στη διαχείριση θυτών, να υπάρξει καλύτερη συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών, αύξηση των εξειδικευμένων οργανισμών που εμπλέκονται και εξατομικευμένη προσέγγιση για τις παρεμβάσεις σε θύτες.
Οι αλλαγές είναι απαραίτητες και σε νομοθετικό επίπεδο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και σε εκπαιδευτικό επίπεδο για την αντιμετώπιση της ευρύτερης εικόνας της που σχετίζεται με τα στερεότυπα φύλου.