Πλουμή - Παραγιουδάκης

Γυναικοκτονίες και Βία! ΓΙΑΤΙ;


Ο παρά τρίχα γυναικοκτόνος ή ο γυναικοκτόνος!

Γράφει ο Κωστής Μουδάτσος

Τριγυρνώ στα δωμάτια του διαμερίσματος και κοιτάζω σε κάθε γωνιά. Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλαίω. Κοιτάζω το κρεββάτι και αναπολώ στιγμές που έχω πολλά χρόνια να ζήσω. Τι κι αν κλειστήκαμε μέσα με τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Ο φόβος πλανιέται μέσα κι έξω. Καταστάσεις εξαίρεσης, αυταρχικοί κανόνες, αναστολή ισχύος νόμων, κλείσιμο, περιορισμοί ατομικών και συλλογικών ελευθεριών. Ζόρικα τα πράγματα. Βλέπω κακόφημα και αυταρχικά μέτρα, ένταση της αστυνομικής βίας και κακή ψυχολογία που δεν ξέρω που θα οδηγηθούμε.



Κοιτάζω προς τη πόρτα… Κλειστή! Κλειστή ήταν και χθες το βράδυ που γυρνούσα αλαφιασμένη από το γραφείο για να μην ξεπεράσω τον ελεύθερο χρόνο κυκλοφορίας. Περίσσια δουλειά κι άργησα. Μα ήταν κλειδαμπαρωμένη και τα κλειδιά στη εσωτερική μεριά της κλειδωνιάς. Είχε λέει ξεχάσει τα κλειδιά και τον είχε πάρει ο ύπνος. Μα ούτε το κουδούνι άκουγε κι ούτε στο τηλέφωνο απαντούσε. Τριγυρνούσα στο διάδρομο, ανεβοκατέβαινα τις σκάλες της πολυκατοικίας. Ντράπηκα, τι θα έλεγαν οι γείτονες; Η ώρα περασμένη κι αν έβγαινα έξω ποιος θα πλήρωνε το πρόστιμο;
Μα αλλιώς βλέπεις το ζόρι σαν ζορίζεσαι κι αλλιώς σαν είσαι καθισμένος στο ζεστό καναπέ. Βρήκα στο τηλέφωνο τη φίλη μου την Χ. Μόλις άκουσε κατάλαβε και με κάλεσε αμέσως σπίτι της. Πήγα με τα πόδια από στενό σε στενό για να αποφύγω την έννομη τάξη. Ευτυχώς είναι κοντά. Ούτε τρακόσια μέτρα. Παραέγινε το κακό, όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερες φορές βρίσκω τη πόρτα κλειστή. Η φίλη μου Χ δεν έχει βαρεθεί να με φιλοξενεί και να με νουθετεί. Την ακούω κλαίγοντας, μα δε μπορώ ακόμη να πάρω απόφαση.
Το πρωί, μόλις άνοιξε η κυκλοφορία, πήγα στο διαμέρισμα για να ετοιμαστώ για το γραφείο. Αδιάφορος, άοσμος, άχρωμος… «Κοιμόμουν και δε σε άκουσα». Τίποτα άλλο! Αμίλητος, σκυθρωπός, θλιβερός και μοχθηρός. Τι να κάνω; Να τον εγκαταλείψω; Τόσο καιρό ξεχνάει… κι όλο ξεχνάει… Μόνος τρώει, μόνος πίνει, μόνος βγαίνει, μόνος μιλάει κι εμένα μόνο με βρίζει. Γι αυτόν δεν υπάρχω. Τόσα χρόνια μόνος κοιμάται, μόνος, μόνος! Δεν του αρέσει σαν μπαίνω στο σπίτι, δε θέλει να είμαι σπίτι. Μόνο να κουβαλώ τα πράγματα από το σούπερ μάρκετ κι αυτός να περιμένει. Νιώθω οίκτο για τον εαυτό μου. Τεράστιο σπίτι μα μοιάζει περισσότερο με τάφο, το δικό μου τάφο.
Το μεσημέρι γυρνούσα από το γραφείο πεινασμένη. Περπάτησα λίγο στα στενά δρομάκια για να με δει λίγο ο ήλιος κι ανέβηκα στο διαμέρισμα, άκεφη και σκυθρωπή. Τι να με περιμένει τάχα; Μπήκα στη κουζίνα να ετοιμάσω κάτι. Τι να δω! Όλα πεταμένα στη μέση. Τα ΄χασα. Μονολογούσα. Εκείνος ήταν στο δωμάτιο κι έβαλε μουσική στη διαπασών! Τα αυτιά μου πήγαιναν να σπάσουν. Αποτραβήχτηκα στο δωμάτιο μου. Τι να δω! Όλα τα ρούχα μου, πεταμένα γύρω – γύρω. Όλα! Ανακατωμένη η ντουλάπα και τα συρτάρια έχασκαν ανοιγμένα και αδειασμένα. Χρήματα δεν είχα κρυμμένα, τα χρυσαφικά τα είχα σκοτώσει από χρόνια, για να στηρίξω τα παιδιά στις σπουδές τους. Ευτυχώς έλειπαν από χρόνια. Σπούδασαν κι έμειναν στο Λονδίνο. Στο τηλέφωνο απαντούσα πως όλα πάνε καλά, πολύ καλά! Τι να έλεγα;
Κοίταζα γύρω μου και μου ήρθε ναυτία. Έβαλε τη μουσική ακόμη πιο δυνατά! Όλο και πιο δυνατά! Απελπισία! Πήγα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου και να εξαφανιστώ από προσώπου της γης, Είδα τα καλλυντικά μου σπασμένα, χυμένα, πεταμένα πέρα πόδε, σε όλο το μπάνιο! Ανακατωμένα με τις πετσέτες και τα σαμπουάν, τα σαπούνια και τα χαρτιά υγείας! Ένοιωσα πτώμα. Δε βλέπω πια πως με άλλα ψέματα θα ξεγελώ τον εαυτό μου! Δε μπορεί καμμιά γλώσσα να εξηγήσει αυτά που ζούσα και που έβλεπα. Θέλω να φύγω! Να φύγω! Που θα πάω; Δε έχει πια καμμιά σημασία. Ένοιωσα σκουπίδι! Κοίταξα τη θάλασσα από το παράθυρο και ζήλεψα. Κοίταξα μακριά, όσο πιο μακριά πήγαινε το μάτι. Το μυαλό ταξίδεψε. Τι με τράβηξε; τον είχα ερωτευθεί και φύγαμε μόνοι μας, γιατί δεν ήθελαν οι γονείς μου το γάμο μαζί του. Το παρελθόν παρουσιάζεται και απεικονίζεται. Ζω σε μια εποχή κατά την οποία το παρελθόν και το μέλλον συμπυκνώνονται στο παρόν. Ζω σε αυτό που έχει ονομαστεί «παροντικός χρόνος». Δεν έχω παρελθόν! Δεν έχω μέλλον! Νοιώθω ανίκανη να έχω μέλλον. Δεν υπάρχει ορίζοντας προσμονής και το μέλλον μου το ξέρω, μα είμαι ανίκανη να αντιδράσω. Γι’ αυτό ζηλεύω τους ορίζοντες στη θάλασσα!
Νοιώθω εχθρός του εαυτού μου! Σκέφτομαι και πληγώνομαι. Ξεχνούσα τι ήθελα, ξεχνούσα που έκανε ότι εγώ δεν υπήρχα. Δεν είχα επιθυμίες. Δηλαδή είχα αλλά εκείνος νευρίαζε, έριχνε μερικές βρισιές κι έκανε ότι ήθελε. Αγόρασε πανάκριβα μηχανήματα ήχου γιατί ξέχασε ότι τα χρήματα ήταν για τα κρεβατάκια των παιδιών μας. Δανείστηκα για να αγοράσω κρεβατάκια κι εκείνος έβριζε γιατί δεν κουβάλησα χρήματα σπίτι, που τα χρειαζόταν επειγόντως. Τι τα ήθελε; Να αγοράσει ειδικά ακουστικά και άλλους εξοπλισμούς για τα χόμπι του. Τα θέλω του!
Δίχως αμφιβολία… δεν υπήρχα, δεν υπάρχω παρά να δουλεύω και να καταθέτω τα χρήματα στον διαχειριστή μου κάθε μήνα. Ακόμη και δανεικά πήρα από τις τράπεζες για να τον γλυτώσω από τα χρέη στους τοκογλύφους. Πάνε οι ελιές και τα λιόφυτα των γονέων μου για να ξεχρεώσει κάτι εγκληματικές φυσιογνωμίες, που ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι με το κουμπούρι! Αυτός καλά τα έκανε όλα, αλλά το γαμημένο το χρηματιστήριο, του την έκανε, έλεγε μανιασμένος! Πήρε κι άλλα δανεικά από τους τοκογλύφους για να κερδίσει στα σίγουρα τούτη τη φορά. Πάλι τη τράπουλα έστησαν οι δολοπλόκοι, ούρλιαζε ο δικός μου και οι τοκογλύφοι ήρθαν ξανά σπίτι και τον έδειραν. Εγώ και τα παιδιά ουρλιάζαμε μα εκείνοι ήταν κατηγορηματικοί. Την δεύτερη Τετάρτη του μηνός εάν δεν έχομε τα λεφτά στο χέρι, θα σου κόψομε το λαιμό! Πάει και το σπιτάκι μας, το πατρικό μου, και τώρα στο νοίκι! Σαν του είπα να πάει να δουλέψει με στραβοκοίταξε κι έσπασε το κινέζικο βάζο μπροστά στα παιδιά.
Κάποιο πρωινό άκουγε μουσική και φούμαρε πίνοντας ουίσκι. Το κουδούνι χτύπησε δυο φορές και πήγα να ανοίξω. Ποιος είναι; ρώτησα. Η ασφάλεια, απάντησε. Άνοιξα και μπήκε ένας φουσκωτός μέσα. Με καλημέρισε και τράβηξε στο δωμάτιο του συζύγου. Κρυφάκουσα κι ο σεκιουρίστας έλεγε στο δικό μου, «σαν θες ακριβή ζωή και πόρνες πολυτελείας πρέπει και να πληρώνεις! Σήκω να πας να υπογράψεις τη πώληση της αμμουδάρας που ενεχυρίασες, στο συμβολαιογράφο! Σήκω μη σε πετάξω από το παράθυρο και σκορπίσουν οι ομυαλοί σου στο σοκάκι!» Βγήκε εκείνος μπροστά τρέμοντας και ξοπίσω του ο φουσκωτός. Έτσι έχασα και το χωράφι δίπλα στη θάλασσα. Το χειρότερο από όλα είναι ότι με ανάγκασε να το υπογράψω εγώ, γιατί ήταν στο όνομα μου, κληρονομιά από τους γονείς μου. Σαν με είδε ο φουσκωτός να κλαίω μου είπε, «Λυπάμαι κυρία μου, αλλά έχετε μπλέξει με κάθαρμα! Εγώ τη δουλειά μου κάνω.» Μου έφερε ένα μπουκαλάκι νερό και με ρώτησε, «θέλετε να σας πάω με το αμάξι στο σπίτι;» Εκείνου του είπε αηδιασμένος, «μην σε ξαναδώ ομπρός μου, για θα σου κόψω το λαρύγγι! Μια κι όξω! Δε συλλογιέσαι μωρέ ξεφτιλισμένε ούτε τη γυναίκα, ούτε και τα κοπέλια σου;»
Έφερα τα χέρια στο πρόσωπο κι έκλαψα. Τον άκουσα να ουρλιάζει να πάω να του φέρω τσιγάρα, ουίσκι και φάρμακα. Έβριζε σαν μανιακός. Βρήκα ευκαιρία να ρίξω το μπουφάν στους ώμους μου και βγήκα στο δρόμο. Εκτέλεσα τη παραγγελιά. Του κρέμασα τα φάρμακα και τα τσιγάρα στη πόρτα. Κτύπησα το κουδούνι και έφυγα τρέχοντας στις σκάλες. Άκουγα τη μουσική στη διαπασών φεύγοντας. Οι άνθρωποι με κοίταγαν αμίλητοι καθώς περνούσα μπροστά τους.
Απόβραδο Σαββάτου. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο. Άλλοι πίνουν καφέ, άλλοι βολτάρουν στα μαγαζιά, άλλοι περπατούν. Ζευγαράκια, παρεούλες, μανάδες με τα παιδάκια τους κάνουν βόλτες. Κατηφόρισα στο ενετικό λιμάνι. Προχώρησα ανάμεσα στο πλήθος και τράβηξα προς το μόλο. Περπατούσα σκυθρωπή. Κάποιοι με χαιρέτησαν. Ανταπέδωσα θλιμμένα και συνέχιζα. Περπατούσα χωρίς να μιλάω σε κανένα. Ανέβηκα στη σκάλα του μόλου κι αγνάντευα στη θάλασσα. Κάθισα πάνω στο τείχος κι άκουγα το φλοίσβο των κυμάτων αγναντεύοντας τους ορίζοντες.
Τα κύματα έχουν όμορφο ήχο. Δεν ουρλιάζουν. Ηρέμησα λιγάκι. Σκέφτηκα ότι μέχρι εδώ ήταν! Συνεχείς απογοητεύσεις και η ενέδρα του θανάτου... Δέκα μέτρα ύψος από τα βράχια στέκομαι. Απελπισμένη έστειλα μήνυμα σε κάποιο φίλο. Μου απάντησε και με πήρε τηλέφωνο. Μου μίλησε, του μίλησα κι ένοιωθα να ηρεμώ. Δυο απλές κουβέντες από ένα φίλο που δεν ήταν κολλητός αλλά με καταλάβαινε. Κοίταξα τα βράχια με τα κύματα να τα δέρνουν και είπα ότι δεν θα έρθω ακόμη. Ίσως την επόμενη φορά. Ας το σκεφτώ και θα ξαναέρθω. Τι ήθελα κι έστειλα το μήνυμα; Πως μου άλλαξε τις σκέψεις εκείνος. Δώσε αέρα στη ζωή σου, είπε, και αγάπησε τον εαυτό σου λίγο περισσότερο. Χάρισε του κάτι από τη ζωή! Όσο στυφνή κι αν είναι η ζωή, λούσε την με το νερό της τέχνης του ζειν κι αυτή θα γλυκάνει, θα ομορφύνει, και θα σου χαρίσει κάτι από όσα σου χρωστάει τόσα χρόνια! Αλλιώς βλέπει τη ζωή ο άνθρωπος κι αλλιώς ο μισάνθρωπος! Βάλε τροφή στη φαντασία και η λογική θα σου βρει δρόμους να ομορφύνεις τη ζωή σου. Άντε ντε, πιες κι ένα ποτηράκι κρασί να τη βοηθήσεις!
Με ενοχλούσε ο εαυτός μου γιατί δεν αντιδρούσα. Τσατιζόμουν. Ίσως επειδή τον λυπάμαι μένω από οίκτο. Ίσως, δεν ξέρω… ίσως βολέματα, ξεβολέματα… σε ποιον να μιλήσω; Δεν θέλω να ξαναγυρίσω κι όμως θα γυρίσω. Θα συνεχίζω να αγοράζω φάρμακα, τρόφιμα, τσιγάρα, ποτά, να καταθέτω το μισθό μου και θα συνεχίζω να ανέχομαι. Είναι απίστευτο πως επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια ενώ βλέπω γύρω σκοτάδι πυκνό. Αυτό που αγνοώ είναι ο εαυτός μου. Είμαι νέα ακόμη κι όμως… οι σκέψεις πάνε κι έρχονται κι όμως σιωπώ. Μίζερη ζωή. Το τραγούδι μου έγινε μοιρολόι. Κι όμως κάποιοι στέλνουν μηνύματα κι εγώ κάνω ότι δεν καταλαβαίνω μέχρι να απελπιστούν. Κι εγώ η «ευτυχής σύζυγος» αν ανοίξω το στόμα μου φοβάμαι ότι θα εκτεθώ. Είναι και τα παιδιά, τι θα πω στα παιδιά!
Εγκατέλειψα το μόλο με όρεξη να τσακωθώ με τον εαυτό μου. Οι αιτίες πολλές, οι αφορμές καθημερινές. Τι σημαίνει έρωτας, τι πάθος; Δεν προσπαθώ να βρω πια νόημα. Σαν το σκέπτομαι έρχονται στο νου βρισιές, διαταγές, απορρίψεις… κι η στάση μου παθητική. Βαρέθηκα την άρνηση. Θα μάθω να μην σκέπτομαι τίποτα! Δεν ζητάω ευτυχία, δεν έχω επιθυμίες παρά μόνο πως θα κάνω λιγότερο το πόνο μου. Μήπως πρέπει να αφαιρέσω το παρελθόν από τη ζωή μου; Πεινάω, διψώ!
Ξεκίνησα να περπατώ προς τα φώτα της πόλης. Που να πάω; Κάπου κάτι να φάω. Κρυώνω, κλαίω. Ξαφνικά ένοιωσα ότι δεν είμαι λυπημένη, νοιώθω ότι πρέπει να τα καταφέρω. Να γίνει αντίλαλος η μιλιά μου, να νιώσω τη χαρά ότι κουβεντιάζω με κάποιον. Πολλά αλλάζουν και ίσως κάποιες χαρές, μου τις χρωστάει η ζωή. Έχω χρόνια να πάω κάπου με μουσική. Να αισθανθώ όμορφα. Να φεύγουν οι δισταγμοί και οι έγνοιες, έστω και για λίγο.
Δισταγμοί… πόσες υποφέρουν στα χέρια εκείνων που νόμισαν ότι τις αγάπησαν. Κάποιες έχασαν τη ζωή τους. Γυναικοκτονίες! Χρόνια φοβάμαι. Φοβάμαι μη σηκώσει χέρι. Σαν με απειλεί με ζώνουν φίδια. Συνήθισα τις βρισιές, τους καβγάδες. Δεν συνηθίζονται κι όμως ανέχομαι. Πόσο απέχω από τη κόλαση; Μήπως είμαι ήδη στη κόλαση; Δεν με φτάνει ο φόβος έχω και το βάρος της ενοχής. Μήπως φταίω εγώ; Μα πώς να φταίω; Πόσα χρόνια έχω να νιώσω ένα άγγιγμα, ένα χάδι, ένα φιλί; Σαν είχε όρεξη ορμούσε μεθυσμένος σαν ζώο… άλλαξα δωμάτιο για να γλυτώσω το μαρτύριο του ωμού σεξ με τα χαστούκια και τα ωμά χτυπήματα. Βιασμός! «Γδύσου, άνοιξε τα πόδια … κ.τλ» κι έπειτα ροχάλιζε κι εγώ μάζευα τα κομμάτια μου. Πόσα χρόνια έχει να νοιώσει χαρά το κορμάκι μου! Σαν βγαίνει το όνομα μου στα χείλη του, με λούζει κρύος ιδρώτας. Σκοτώνω τον εαυτό μου!
Αδιαφορώ για μένα, κυκλοφορώ απεριποίητη. Μα σαν τολμήσω να βαφτώ λιγάκι αρχίζει τις σκηνές ζηλοτυπίας. «Ξέρω μωρέ πουτανάκι, πάλι με τ’ αφεντικά σου πας και πηδιέσαι!» Μέχρι που φτάνουν τα όρια μου; Δεν αντέχω. Νιώθω πως καταρρέω… τα όνειρα τσακίστηκαν. Απουσία ζωής στο χρόνο μου. Ο χώρος στενός και καταπιεστικός κι ο χρόνος αδυσώπητος. Δεν με χωρά το σπίτι πια! Θέλω να αλλάξω το παρελθόν στο παρόν! Θέλω μια απόφαση που θα με κάνει να νιώθω ήρεμη για να αναζητήσω τρόπους απόδρασης. Φαντάζομαι τον εαυτό μου μόνο του. Κάτι πρέπει να κάνω. Μέχρι τώρα ποιος ήταν ο ρόλος μου; Εκείνος του υποζυγίου, η σύζυγος υποζύγιο. Κι όσο δείχνω πως αντέχω, τόσο περισσότερο βάρος με φορτώνει!
Ο κόσμος γύρω μου, ο κόσμος εντός μου! Το αποφάσισα. Απόψε θα πάω να ακούσω μουσική. Να γιομίσω το μυαλό μου νότες. Να νιώσω έστω και για λίγο όμορφα. Μετά θα σκεφτώ τι θα κάνω. Ίσως να μην χρειάζεται να σκεφτώ για πολύ αλλά σαν καθαρίσει το μυαλό θα δώσει ανάσες στο κορμί μου! Θα βρω τη στιγμή που θα πάρω την απόφαση και ο χρόνος θα έχει πια δυο σημεία. Το πριν και το μετά! Ξέρω ότι ο καθένας είναι διαφορετικός. Δεν ήθελα ο άλλος να είναι ο ίδιος με μένα. Προσπάθησα πολλές φορές να μιλήσω μαζί του και στη συζήτηση φοβήθηκα ότι δε θα τη βγάλω καθαρή! Προσπάθησα να καταλάβω τον εαυτό μου για να καταλαβαίνω κι εκείνο. Έχω τα συναισθήματα μου όμως δε βλέπω φως. Ούτε μια αγκαλιά τόσα χρόνια μόνο… «άνοιξε τα πόδια, γδύσου και πάρτον μωρή πουτάνα». Ο έρωτας κάνει τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος τον έρωτα κι εγώ θέλω να ζήσω. Είναι όμορφος ο έρωτας, γιατί να μην το ζήσω κι εγώ! Ο ύμνος του έρωτα είναι γεμάτος λουλούδια κι αρώματα. Πώς να βρω νέα ζωή; Θέλω να αγαπήσω και να αγαπηθώ! Ξεκίνησα να κλαίω κι ένιωσα γελοία. Η ζωή, η θάλασσα, ο ουρανός, ο ήλιος, τα αστέρια, οι παραλίες με τις αμμουδιές, τα όνειρα, οι επιθυμίες… είναι όμορφα! Γιατί με τόση μανία να τα εξευτελίζουν; Γιατί θάβουν τον έρωτα και κραδαίνουν το τσεκούρι του καβγά, των απειλών και της αισχρολογίας. Σαν ζεις όμορφα με τη σύντροφο σου είναι ευτυχία. Οι επιθυμίες είναι ζωογόνες και χαρίζουν στιγμές ευτυχίας! Πόσες όμως χάνονται χωρίς μια στιγμή ευτυχίας κι έρχονται μόνο τα όνειρα, για να ξαναδίνουν ζωή στο χρόνο που χάθηκε. Σαν τους πεθαμένους που παίρνουν ζωή στα όνειρα!
Περπατούσα στο παραλιακό δρόμο για να φτάσω στο μαγαζί με τη μουσική. Το φεγγάρι ολόγιομο σκορπούσε το γαλήνιο φως κι η θάλασσα λαμποκοπούσε. Το ημίφως στα αρχαία μνημεία, τα φωτισμένα παράθυρα των πολυκατοικιών και τα φώτα στους δρόμους έδιναν ζωντάνια στη πόλη. Αυτοκίνητα, ντιληβεράδες, φωνές, μουσικές κι άνθρωποι να πηγαινοέρχονται. Κοιτώ το φεγγάρι και περπατώ, ακούω το μουρμουρητό της θάλασσας. Τα ζωηρά νιάτα δίνουν τόνο στη ζωή της πόλης. Ο νους και η καρδιά τους καίει από τους πόθους, τα πάθη κι ο αέρας γιομίζει με τις επιθυμίες τους. Ζούνε τις αλήθειες τους ή κι εκείνοι μαθαίνουν στο ψέμα, στη περιφρόνηση και στις απάτες μόνο για να περάσει καθένας καλά και μετά όλα είναι ένα ψέμα… Αδύνατη κι απάνθρωπη η ανθρώπινη φύση. Πόσα λουλούδια δεν ανθίζουν! Νιώθω πως όταν ο ήλιος καίει τον κόσμο, εγώ είμαι παγωμένη…
Στο μουσικό στέκι είμαστε λίγοι. Ένας μουσικός και περίπου δέκα άνθρωποι. Καθίσαμε όλοι μια παρέα. Χωρίς μικρόφωνα κι ενισχυτές. Απλά κι όμορφα! Ένιωσα τόση ζεστασιά! Μιλούσα σιγανά με τους διπλανούς μου. Ένοιωσα δυο μάτια να με κοιτούν. Θυμήθηκα πως είμαι θηλυκό αλλά έκανα ότι κοίταζα στο μουσικό. Το τραγούδι άνοιξε τη καρδιά μου. Τα δυο μάτια πλησίαζαν σιγά- σιγά μέχρι που κάθισαν δίπλα μου. Ψιθύριζαν στίχους και με κοιτούσαν. Η αμηχανία με έκανε ντροπαλή αλλά η ζέστη μέσα μου, με έκανε να νιώθω όμορφα. Έμενα ήρεμη και παράγγειλα ένα τραγούδι. Ντροπαλά και σεμνά. Ο μουσικός χαμογέλασε κι άγγιξε τις κόρδες του λαούτου του. Άκουσα την επιθυμία μου! Πόσα χρόνια πέρασαν χωρίς να αισθανθώ τέτοια χαρά! Τα δυο μάτια ψιθύριζαν στίχους. Πολύ όμορφα. Γελούσα και κουβέντιαζα χαμηλόφωνα. Στη παρέα ο ένας κερνούσε στην υγεία του άλλου και τα δυο μάτια με κέρασαν. Σαν πήγα να κεράσω κι εγώ μου είπε ότι κερνάει εκείνος, γιατί ομορφαίνω τη παρέα. Πόσα χρόνια είχα να ακούσω μια ομορφοκουβέντα! Μια ματιά κι όλα τα αστέρια του ουρανού δικά μου! Μου έκανε αίτημα φιλίας και μου έδειξε πώς να κάνω αποδοχή. Μου φάνηκε σαν παιγνιδάκι. Χαμογελούσα κι άφηνα τα δυο μάτια να μου δείχνουν πώς να χειρίζομαι το fb στο κινητό. Ένιωσα το άγγιγμα των χεριών του στο χέρι μου… Τα μάτια φλογίστηκαν στην ανάσταση της όμορφης νύχτας.
Οι δύσκολες μέρες και οι περιορισμοί της προστασίας της δημόσιας υγείας έδωσαν νωρίς, τέλος στη καλοπέραση μας. Κι αυτός ο ιός έχει κάνει δύσκολη τη ζωή μας! Νωρίς στα σπίτια έγκλειστοι, στη δουλειά μέτρα, ο κόσμος ανήσυχος, εκνευρισμένος. Ψυχολογικά η κοινωνία με τους εγκλεισμούς και τα αυστηρά μέτρα ξεσπά όπου βρει. Τις προάλλες πήγα να αγοράσω ένα βιβλίο από το βιβλιοπωλείο, κάπου στο κέντρο της πόλης. Μόλις διάβηκα τη πόρτα πετάχτηκε έντρομος ένας νεαρός πωλητής φωνάζοντας υστερικά, «μη μπαίνετε, μη! ένα λεπτό!» Διόρθωσε τη μάσκα του, έπιασε το κινητό τηλέφωνο και με πλησίασε κραδαίνοντας το, «το πιστοποιητικό εμβολιασμού! τη ταυτότητα σας παρακαλώ!», τσίριξε σε έντρομη προστακτική. Σκανάρισε το bacoard, τσέκαρε τη ταυτότητα και ανακουφισμένος ψιθύρισε, «περάστε παρακαλώ». Έχασα κάθε όρεξη με την έντρομη συμπεριφορά του!
Ο καταστηματάρχης, νευριασμένος, έβριζε θεούς και δαιμόνους κι ο μουσικός έπαιξε το τελευταίο τραγούδι, χτυπώντας με νεύρο τις κόρδες του λαούτου. Οι νότες νευρικές και δυνατές γιόμισαν το μαγαζί. Το τραγούδι το είπαμε όλοι μαζί, «νοιώθω μικρός κι ασήμαντος, μέσα στις νεκροπόλεις, και το κορμί μου συντηρώ στη βρώμα της φορμόλης…» Καληνυχτίσαμε και ευχηθήκαμε, «καλά ξεμπερδέματα!»
Τα δυο μάτια με συνόδεψαν μέχρι το σπίτι μου. Περπατήσαμε και σιγανοψιθυρίζαμε. Ήμουν συγκρατημένη κι αναλογιζόμουνα αν θα μπορέσω να μπω σπίτι. Υποσχέθηκα ότι θα μιλήσομε σύντομα και ότι θα απαντώ στα μηνύματα του. Τον αποχαιρέτησα θλιμμένη. Στα δυο μάτια βλέπω όνειρα και πόθο. Μου ψιθύρισε φεύγοντας ότι μου χρωστάει κάτι, πιο πολύ κι από ότι φαντάζομαι. Μαζί με την ελπίδα το δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου.
Περπάτησα αργά κι ανέβηκα τις σκάλες αλαφροπατώντας. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα στάθηκα μπροστά στη πόρτα. Γύρισα το κλειδί κι άνοιξα έκπληκτη. Τα φώτα ήταν όλα αναμμένα. Όλα ήσυχα. Κάτι δε μου πήγαινε καλά. Ξαφνικά πετάχτηκε σαν σίφουνας ο σύζυγος κραδαίνοντας ένα ξύλο. Έβριζε, ούρλιαζε κι άρχισε να με χτυπά. Μόλις που πρόλαβα ενστικτωδώς κι έβαλα τα χέρια στο κεφάλι μου για προστασία. Ούρλιαζα από το πόνο. Αυτό τον εκνεύριζε ακόμη περισσότερο. Προσπάθησε να με αρπάξει από τα μαλλιά, να με ρίξει κάτω και να κλείσει τη πόρτα. Έπεσα στο άνοιγμα της κι άρχισε να με κλωτσάει σαν μανιακός βρίζοντας. Έβαλα όση δύναμη είχα και κυλίστηκα στις σκάλες της πολυκατοικίας. Εκείνος όρμησε ξανά κι ένοιωσα δυνατό πόνο στα πλευρά, που μου έκοψε την ανάσα. Άκουσα πόρτες να ανοίγουν και φωνές. Βρήκα ευκαιρία και ξανακυλίστηκα ουρλιάζοντας από τους πόνους στη σκάλα. Ένοιωσα το ξύλο να χτυπάει στο τοίχο, πάνω από το κεφάλι μου και σκόρπισε γύρω κομμάτια. Τρεμάμενη σηκώθηκα κι όρμησα τρεκλίζοντας στα σκαλιά. Έτρεχα με όση δύναμη είχα και χάθηκα στο σκοτάδι. Ένοιωσα να χάνω τις αισθήσεις μου κι έσφιξα τα δόντια μου. Στηριζόμουν στους τοίχους και περπατούσα. Έφτασα παραπαίοντας στο σπίτι της φίλης μου Χ, που μόλις με είδε έμεινε άναυδη! Έπεσα στην αγκαλιά της πνιγμένη στο κλάμα.
Στα πλευρά μου ένοιωθα αφόρητους πόνους και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Το αίμα έτρεχε στα μάτια μου. Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν άλλο. Παραπάτησα κι ένιωσα να χάνω τον κόσμο.
Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο παρά σαν ξύπνησα στο θάλαμο του νοσοκομείου. Η Χ μου έβαζε νερό στα χείλη και σκούπιζε τα δάκρυα μου. Ξέσπασα σε λυγμούς κι ένιωσα να λιποθυμώ. Έρημος παντού, σκόνη και κρυμμένος ήλιος στη σκόνη…
Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου άκουσα το γιατρό να λέει στη φίλη μου Χ. «Όπως φαίνεται από τα χτυπήματα, χτυπήθηκε με πολύ μεγάλη δύναμη. Τα χτυπήματα είναι συμβατά με αυτά που είχαμε εντοπίσει από την πρώτη εξέταση. Πρόκειται για πολλαπλές θλάσεις από κάποιο σκληρό όργανο. Τέτοια χτυπήματα συναντώνται σε τροχαία. Είναι πολύ μεγάλη η δύναμη πλήξης και προκάλεσε βαριές σωματικές βλάβες. Νομίζω στάθηκε τυχερή στην ατυχία η φίλη σας. Θα να την είχε σκοτώσει εάν δεν προλάβαινε να φύγει και εάν δεν τον συγκρατούσαν οι γείτονες! Θα χρειαστεί να μείνει στο νοσοκομείο για λίγο καιρό, εάν όλα εξελιχθούν ομαλά χωρίς επιπλοκές! Απαιτεί χρόνο η ανάρρωση της και ψυχολογική υποστήριξη!»


(Nature's call" 2021 _ photos: Kostis Moudatsos , post processing Katerina Dramitinou .... landscapes from Crete - II "το κάλεσμα της φύσης" _ φωτογραφίες: Κωστής Μουδάτσος , επεξεργασία Κατερίνα Δραμιτινού.... τοπία από την Κρήτη)