Πλουμή - Παραγιουδάκης

Ο Καφενές και η Ρακή με χαρές και γέλια!


Του Κωστή Μουδάτσου

Ο καφενές είναι η Βουλή του χωριού. Τόπος κοινωνικής συνάθροισης γεμάτος χαρές και γέλια αλλά και στις δύσκολες στιγμές τόπος κοινωνικής αλληλεγγύης. Το κοινωνικό πολιτιστικό κέντρο. Λιτά επιπλωμένα και με τους τοίχους ασβεστωμένους. Το τεζιάκι με το μικρό χώρο πίσω του για την προετοιμασία είναι ιδιαίτερος χώρος κυρίως για τους βιαστικούς. 



Το καφενείο είναι μεράκι και οι θεριακλήδες της ρακής μπορούν να το νοιώσουν πιο όμορφα από πολλούς άλλους.
Σαν μπαίνει ο Μανώλης, ο καφετζής τον ρωτάει εάν θέλει να τον κεράσει μια ρακή κι εκείνος απαντάει στοχαστικά: «Δεν είναι περιττή!» και κατευθύνεται στο τεζιάκι. Στο καφενείο δεν υπάρχει ανάγκη μουσικής γιατί οι παρέες το ρίχνουν στο κουβεντολόι με καλαμπούρια και πειράγματα. Σαν μπαίνει ο πελάτης στο δουκιάνι του βοσκού, που στα γεράματα έγινε καφετζής και του ζητά ένα καφέ ναι και όχι, εκείνος του απαντάει με κάθε επισημότητα ότι το βαπόρι που έφερνε το καϊβέ πνίγηκε. Τον προτρέπει να πιάσει το μπουκάλι με τη ρακή από το τεζιάκι και ας πιεί όσο θέλει! Οι χωριανοί αγαπούν τα καφενεία. Καφέδες, μνημόσυνα, προεκλογικές συγκεντρώσεις, κοινωνικές συναθροίσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις και ότι φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Η τηλεόραση έχει το σκοπό της. Με ησυχία θα ακούσουν ειδήσεις και τον καιρό. Με φασαρία εύθυμη ή στενάχωρη παρακολουθούν τα ματς.
Οι εραστές της ρακής αγαπούν τα καφενεία με παθιασμένο τρόπο γιατί απολαμβάνουν στιγμές μαγευτικές. Οι μεζέδες της ρακής είναι θεσπέσιοι σαν ο καφετζής κι η καφετζίνα είναι μερακλήδες. Το λεπτό χιούμορ και ο διακριτικός έλεγχος της κατάστασης είναι μεγάλο προνόμιο. Τα μεζεκλίκια της ρακής σερβίρονται σε μικρά πιατάκια. Οφτές πατάτες στο φούρνο, ελιές, ντάκο με λάδι, σταμναγκάθι ή καλίτσες πασπαλισμένες με αλάτι και με λεμόνι, μπουμπουριστούς χοχλιούς, χλωροκούκια, αγκινάρες, ντολμαδάκια με ανθούς κολοκυθιάς, αθότυρο, κεφαλοτύρι, λουμπούνια, λάχανο, ντομάτες, αγγούρι . Πολλά μεζεδάκια εξαρτώνται από την εποχή.
Τα εκατοπενηντάρακια καρφάκια πληρώνονται ενώ τα πιατάκια συνοδεύουν τη ρακή. Κάθε παραγγελία ρακής συνοδεύεται από διάφορα πιατάκια. Τα μικρά γυάλινα ποτηράκια αποτελούν το σήμα κατατεθέν γιατί τίποτα μεγάλο δεν ταιριάζει στο τραπέζι της ρακής. Στο μικρό ποτήρι δείχνει πολύτιμη η ρακή αλλά και στα μικρά πιατάκια τα μεζεδάκια. Οι νέοι τα λένε σφηνοπότηρα ή σφηνάκια. Μικρά πηρουνάκια και οδοντογλυφίδες βοηθούν να τσιμπήσεις απολαυστικά τα μεζεδάκια. Όλα είναι ιεροτελεστία μαγική.
Στην υγεία μας ή στην υγειά σας είναι το όμορφο άκουσμα που συνοδεύει το ζωηρό τσούγκρισμα των ποτηριών. Το χτύπημα στο τραπέζι αποτελεί μια καλή παλιά συνήθεια. Η αμηχανία στις ρακοσυζητήσεις ξεπερνιέται με το επιφώνημα, «στην υγειά μας» κι αμέσως μετά το τσούγκρισμα των ποτηριών. Στο ύστερον το χέρι φέρνει το ποτήρι στο στόμα και με μια κίνηση η ρακή χτυπά στον ουρανίσκο και χάνεται στο πεπτικό σύστημα.
Σπάνια κάποιος θα καθίσει μόνος του να πιεί ρακές. Από δυο και πάνω είναι το σύνηθες. Αν κάποιος μερακλής καθίσει μόνος του παραγγέλνει δυο ποτηράκια. Έτσι πίνει στην υγεία του εαυτού του, πότε αναφωνώντας το όνομα και την επομένη το παρατσούκλι του. Βέβαια έχει το νου του εάν περάσει κάποιος να τον προσκαλέσει για να τον κεράσει μια ρακή. Ο Φθύμιος μόνος του με το πρώτο ποτηράκι αναφωνούσε, «στην υγειά σου Φθύμιε» και στο επόμενο, «στην υγειά σου Βάτε» ενώ ή καφετζίνα τον πείραζε, «Εφέραμε σας τον εμείς, το Βάτο με τσ’ αγγίδες και πως θα τον παλέψετε, ε! πεντακακομοίρδες!» Τότε εκείνος πήγαινε στο διπλανό καφενείο έπαιρνε καρφάκια ρακή με μεζεδάκια και επέστρεφε στο τραπεζάκι του, στο πρώτο καφενείο. Υπήρχε και ο Δασκαλογιώργης που και στα γεράματα του αν τον προσκαλούσες να τον κεράσεις καφέ, εκείνος απαντούσε αργά αργά και επιβλητικά, σαν να τον είχανε προσβάλει: «Πίνουνε μωρέ οι γαϊδάροι θολό νερό!» Ακόμη επιθυμούσε το φλιτζάνι του καφέ γιομάτο ρακή καθώς και τη νερόκουπα. Έτσι η Δασκαλογιώργαινα ειδοποιούσε τα παιδιά τους ότι ο γέρος έκοψε τη ρακή και συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του γιατρού. Σαν το πήρε χαμπάρι, μετά από καιρό, και επειδή δεν της πήγαινε καλά να πίνει ο γέρος ολημερίς καφέδες, έτρεχε στο σπίτι χτυπώντας το κεφάλι με άναρθρες κραυγές. Τότε ο μπάρμπας σηκώθηκε και μονολογούσε μειδιώντας σαρδονιακά. «Πάω εγώ να την φιλήσω, να την αγκαλιάσω, να βάλομε τα βούγια στ’ αλώνι… και δεν θα πει τίποτας στα κοπέλια!» Τα γέλια ακουγόταν σε όλο το χωριό!
Οι περισσότεροι στη παρέα είναι επίγειος παράδεισος. Η συναναστροφή, η ηδονή στα πρόσωπα των άλλων σαν πίνουν είναι ευλογία. Ευλογία ακόμη είναι να κερνάς τη διπλανή παρέα και να ακούς να τσουγκρίζουν τα ποτήρια φωνάζοντας ζωηρά στην υγειά σου! Με νηφαλιότητα η εύθυμη κατάσταση οδηγείται σιγά σιγά σε μαγικές εκρήξεις. Με δυο τρις ρακές η επικοινωνία εξελίσσεται με χιούμορ, αναντρανιστά και χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Μετά από λίγες ακόμα λέγονται πολλά και δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορείς να ακούσεις. Κυριαρχεί η ουσιαστική και ψυχική επικοινωνία. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, πότε ο παραπέρα απογειώνει τη παρέα. Ακόμη και οι νυχτερινές μυστικές διαδρομές του «Υπόγειου» βγαίνουν στη φόρα. Μέχρι και ο Γούμενος δεν παρεξηγεί τους ρακοφονιάδες. Μετά την αγρυπνία της Μεγάλης Παρασκευής μπήκε κουρασμένος στο καφενείο και παράγγειλε καφέ. Οι ρακάδες τον προσκάλεσαν να πιεί μια ρακή και να γευτεί χοχλιούς βραστούς στο ξύδι και διάφορα μεζεδάκια. Εκείνος βλέποντας την ρακοποσία και την φαγοποσία είπε: «Πάω εγώ γιατί εσείς θα φάτε κι εμένα!» Κάποιος από τη εύθυμη παρέα του πέταξε γελώντας: «Εμείς Γούμενε είπαμε να φάμε χοχλιούς, δεν είπαμε ότι θα φάμε τράγο!» Ο κουρασμένος ιερωμένος τους κέρασε ρακή κι έκανε να φύγει μα κάποιος του πέταξε: «Μα γιάειντα Γούμενε εσάς του παπάδες σαν σε λένε τράγους;» Τότε εκείνος χαϊδεύοντας τα γένια του απάντησε σαρδονιακά: « Μα για να ξεχωρίζομε από εσάς τους γαϊδάρους!»
Με τις υγείες κα τα τσουγκρίσματα, τα γέλια και τα πειράγματα ανάβει ακόμη περισσότερο η ρακοκατάνυξη! Τα τραπέζια γεμίζουν φλούδια, τσίκουδα, πιατάκια το ένα πάνω στο άλλο… ένα βουναλάκι σωρεύεται και τα άδεια καρφάκια μπερδεύονται με τα γεμάτα. Το κουβεντολόι της ρακοποσίας έχει τη δικιά του τελετουργία. Οι πολύ σοβαρές κουβέντες δεν ωφελούνε. Τα σπουδαία αφήνονται για άλλες στιγμές. Κυριαρχεί η ευθυμία, τα πειράγματα, οι γαργαλιστικές ιστορίες, οι ξετσιπωματιές, το καλαμπούρι και η αμπελοφιλοσοφία. Στη πόρτα εμφανίστηκε ο γέρος Α ξεφωνίζοντας απελπισμένος: «ήρθανε πάλι οι ριφοφάδες από την Αθήνα και γιομίσανε οι στράτες του χωριού σωρουλάκια, πχιτ!»
Ένας νεαρός του πέταξε μιλώντας γρήγορα και χωρίς αναπνοή: «Ν’ άψω λες το λύχνο γρα ή να μην τον ν’ άψω λες;» Κι ο Α απάντησε: «Άσε και τη πόρτα ανοιχτή γιατί ‘χει μέσα το λείψανο!» κι έδειξε κάτω από τη ζώνη του. Συνέχισε μειδιώντας: « Σαν επόθανε ο μπακάλης, ο αδερφός του ο Χ ανάλαβε να κάνει το μαγαζάτορα. Επήε και η Υ να παζαρέψει δυο πήχες ύφασμα για να ράψει πατελονάκια στα κοπέλια. Και πες και ξαναπές τη σύβασε ο Χ να τση κάνει τη δουλεια και να πάρει τζάμπα εκείνη τις δυο πήχες το ύφασμα. Εβγήκανε στη κάμερα μα σαν κατέβασε εκείνη τη βράκα και πήγανε να κάνουνε τη δουλειά στο κρεββάτι του πεθαμένου, του Χ δεν του σηκωνότανε. Λίγο καιρός που είχε πεθάνει ο αδερφός του και αισθάνθηκε άβολα. Παλεύει η Υ από δω, παλεύει τη από κει μα πράμα ΄κείνη. Ξαναπροσπαθούνε μα η αναθεματισμένη δεν έλεγε να σηκωθεί. Στα ύστερα των υστέρω η κερά Υ γυρίζει και του λέει. Δεν κατέχω ΄γω ίντα θα κάνεις, μα γω τη βράκα τη κατέβασα και κάνεις δε κάνεις πράμα τις δυο πήχες ύφασμα τις θέλω!»
O A τσικνογελούσε πίνοντας τη ρακή του και σαν κόπασαν τα γέλια με τα χαχανητά στάθηκε όρθιος στη μέση του καφενείου. Έριξε μια ματιά στους θαμώνες, τράβηξε λίγο τη ζώνη του παντελονιού, ίσιωσε το καπέλο, χαμογέλασε κι άρχισε να ξετυλίγει το μίτο: «Σε τούτο το τραπέζι καθόμαστε σαν ακούσαμε στο ραδιόφωνο ότι επόθανε ο Σοφοκλής ο Βενιζέλος και η κηδεία του θα γινόταν δημοσία δαπάνη και θα τον εθάφτανε στη Σούδα, δίπλα στο τάφο του πατέρα του, Ελευθερίου Βενιζέλου. Στο άκουσμα της είδησης ο μπάρμπα Καζάνης χτύπησε το μπαστούνι του κι έβαλε τα κλάματα. Παλιός φανατικός βενιζελικός μέχρι το μεδούλι. Κέρασε ρακές όλο το καφενείο να πιούμε στη μακαρία του, ο Θεός συχωρέστον! Έβαλε πάλι τα κλάματα άο ξαφνικά σκώθηκε όρθιος και δήλωσε επισήμως με βροντρή φωνή. Σαν πεθάνω κι εγώ θα αφήσω παραγγελιά να με θάψουν κι εμένα δίπλα στον Ελευθέριο και το Σοφοκλή Βενιζέλο!
Πιο πέρα καθόταν ο Κ, το μαϊμούνι του Μ, που πέταξε σαρδονιακά. Βεβαίως και να σε θάψουνε δίπλα στον Λευτέρη και στο Σοφοκλή Βενιζέλο, αλλά να βάλουνε και μια μεγάλη πινακίδα που θα γράφει, με μεγάλα γράμματα, ΠΑΤΗΡ, ΥΙΟΣ ΚΑΙ ΓΆΙΔΑΡΟΣ ΤΟΥΣ!
Εδαιμονίστηκε ο μπάρμπας Καζάνης κι ήδωκε όξω από το καφενείο σαν τον τρεζό. Ε! το κακομοίρη, εμπαλωτοκόπανε κι ήβγανε φωτιές στη μέση της πλατείας κι εμείς εκατουρηθήκαμε στα γέλια!
Ο καφετζής φροντίζει να έρχονται τα καραφάκια με τα μεζεδάκια, με χιούμορ και εύθυμη διάθεση. Κρυφοψυχολόγος και θυμόσοφος που ξέρει να διαχειρίζεται με κέφι το χάος που δημιουργούν οι ρακοφονιάδες. Με καλαμπούρι και καλοκυβέρνητο νου δεν υπάρχουν παρεξηγήσεις. Η ηδονή της ρακής και η σαγήνη των μεζεκλικίων δημιουργούν τις πιο όμορφες συμπεριφορές. Είναι τελετουργία του καφενείου, του δημόσιου χώρου στο χωριό. Κι άιντε βίβα μου κι εμένα κι άιντε εβίβα σας κι εσάς! Κι απίκρατοι, χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι!
Οι παπαδιές είναι μια νέα μόδα για να πιείς ρακή. Σε ένα ποτήρι του κρασιού βάζουν παγάκια και τα γιομίζουν ρακή. Όμως όποιος θέλει να πίνει τη ρακή απολαμβάνοντας τα γευστικά της αρώματα, ας την προτιμά κρύα ή σε φυσιολογική θερμοκρασία. Ο πάγος αδρανοποιεί τους γευστικούς κάλυκες και δεν καταλαβαίνεις πράμα!
H Ρακή, λένε κάποιοι, είναι μια λέξη που προέρχεται από την αρχαία ελληνική ραξ, που σημαίνει ρώγα. Κάποιοι και σήμερα ακόμη λένε ράκη τα στράφυλα, τις σπασμένες με το πάτημα ρώγες των σταφυλιών. Άλλη ονομασία της ρακής είναι τσικουδιά. Είναι περίπου δεκαοχτώ γκράδα, δηλαδή περίπου 36 με 37ή 38 αλκοολικούς βαθμούς.
Το Ρακί είναι αραβικής προέλευσης. Από τη λέξη arak. Στη Τουρκία έχομε το Γενί Ρακί. Στη Κύπρο τη ρακή τη λένε Τζιβανία, στην Ιταλία γκράπα, στη Ρουμανία rachiu κτλ
Κι ακόμη δεν τον ήβρηκες το μάνταλο να ‘νοιξεις
Να μας σε βάλεις μια ρακή κι ύστερα να σφαλίξεις!
(Αφιερωμένο στα καφενεία του Μέσα Λασιθίου που ζήσαμε και μεγαλώσαμε σε τέτοια ατμόσφαιρα)