Πλουμή - Παραγιουδάκης

Ήταν κάποτε.... την εποχή της Αλλαγής.


Του Κωστή Μουδάτσου

(Από τους φίλους του διηγήματος, ο Νικόλας Βιδάκης, ο Γιώργης Καρύδης και ο Δαμιανός Χαλκιαδάκης είναι υποψήφιοι στις εκλογές Α και Β βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Υποψήφιος είναι και ο Παύλος Μουδάτσος, κι αυτός πολύ καλός φίλος.
Άλλωστε όλοι μαζί έχομε μεγαλώσει από τα νηπιακά μας χρόνια. Τους ευχόμαστε καλή επιτυχία και να συνεχίσομε να έχομε καλές παρέες!)

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο καιρός μύριζε άνοιξη. Ο κόσμος γεμάτος όνειρα τραγουδούσε στους δρόμους. Όλοι περίμεναν τις εκλογές το Φθινόπωρο που θα χάριζαν την καινούργια άνοιξη. 



Το σύνθημα της αλλαγής χάριζε χαμόγελα και ελπίδες. Οι σοσιαλιστές ετοιμαζόταν για το πανηγύρι και οι αριστεροί διαδήλωναν με σύνθημα, αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚουΚουΕ. Εκείνοι της άλλης αριστεράς μιλούσαν για την αξία του ανανεωτικού λόγου που τόσο έχει ανάγκη η αλλαγή. Πολυπόθητη η αλλαγή! Συγκεντρώσεις, φωνές, τραγούδια, σημαίες και φλάμπουρα, συνθήματα και μουσικές η προοδευτική παράταξη ενώ στη συντηρητική είχε πέσει αλλόκοτη μελαγχολία. Μουτρωμένοι, γκρινιάρηδες και φοβισμένοι περίμεναν χωρίς ελπίδα και με περίσσιο άγχος τις εκλογές. Μέσα σε όλα αυτά ο τροβαδούρος της πλατείας Εξαρχείων τραγουδούσε για τις φλαμπουροκουβαλήστρες και ότι «μόνο ένας σεισμός μας σώζει, φοβερός κατακλυσμός, μαϊντανός να γίνουν όλα, να σωθεί ο πολιτισμός». Ο λαός ήταν ερωτευμένος με την αλλαγή. Παλιές πληγές ανάμεναν θεραπεία και το μέλλον γέμιζε τα όνειρα και τους λόγους στα μπαλκόνια με τα πολιτικά αηδόνια. Η τρέλα της αλλαγής είχε μπει παντού!



Μέσα σε τούτο τον καιρό οι παρέες μας οργίαζαν. Ατίθασα νιάτα και η χάρη μας βοηθούσε και τους Αγίους. Βέβαια σαν φοιτητές ή υποψήφιοι αλλά και εργαζόμενοι είχαμε τα δικά μας θέματα. Της καθημερινότητας και της επιβίωσης. Άλλωστε είναι γνωστό ότι στην ανέμελη ζωή της νιότης τα χρήματα τελείωναν πριν τελειώσει ο μήνας. Σε λίγες μέρες μειωνόταν και τα αποθέματα που ερχόταν με δέματα από το χωριό. Βέβαια υπήρχε η αλληλεγγύη μεταξύ μας που ήταν σαν σωσίβιο σε ναυάγιο στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Σαν καλές παρέες, σαν είχε ο ένας είχαν και οι άλλοι.
Είχα ενοικιάσει ένα σπιτάκι πάνω στη ταράτσα μιας πολυκατοικίας στην Αχαρνών. Με τα πόδια ανεβοκατέβαινα στο κέντρο με όλη μου την άνεση. Το προτιμούσα γιατί βαριόμουν να περιμένω στις στάσεις της εκνευριστικής αναμονής. Το πιο όμορφο από όλα ήταν ότι από τη ταράτσα έβλεπα στο θέατρο όπου ο Μάνος Κατράκης ετοίμαζε τη παράσταση «Ταμπού». Το σπιτάκι είχε γίνει στέκι των φίλων και των συμφοιτητών. Άλλωστε μαθημένος από το χωριό δεν κλείδωνα το σπίτι ποτέ. Όποιος ήθελε γύριζε το πόμολο και είχε ελεύθερη πρόσβαση. Η περιφραγμένη με κάγκελα ταράτσα πρόσφερε μεγάλο χώρο για τα γλέντια και τα πάρτι μας. Σπουδαίο πλεονέκτημα. Πολλά τα τυχερά και για μένα και για τους άλλους!
Στις αρχές του επόμενου μήνα θα ερχόταν και ο Δαμιανός από τη Θεσσαλονίκη κι ετοιμάζαμε πυρετωδώς το γλέντι της υποδοχής. Μετά θα τον ακολουθούσα για να γνωρίσω τα περίφημα στέκια της Σαλονίκης. Μόλις είχε κι εκείνος ξεμπερδέψει από τα τραβήγματα που είχε και χρειαζόταν να το γλεντήσομε. Σε κάποια πορεία για την ισότητα και τα δικαιώματα των γυναικών είχε συλληφθεί από τα χωροφυλακάκια. Εκείνο που έλεγε και ξανάλεγε με ηδονή ήταν πως σαν τον μπουζούριασαν έβλεπε οργισμένες γυναίκες στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών που πετούσαν γλάστρες και νερά στους ματατζήδες. Η αλλαγή έθρεφε την ελπίδα ότι τα όνειρα θα λάβουν εκδίκηση.
Εκείνο τον καιρό της πολυπόθητης αλλαγής είχαμε και καλές περιόδους αλλά και δύσκολες. Ως συνήθως προς τα τέλη του μήνα ερχόταν η κρίση στις τσέπες μας. Έλαχε τέτοια συγκυρία που όλη η παρέα είχε μείνει «ταπί και ψύχραιμη». Τα αποθέματα λιγόστευαν και οι πρώτες μέρες του επόμενου μήνα φαινόταν μακρινές. Σαν ζορίζεται κάποιος οι μέρες δεν περνούνε εύκολα για να φτάσει η ποθητή μέρα της «λύτρωσης». Αναβάλλαμε συνεχώς εξόδους και γιορτές.
Κάθε πρωί ο Νικόλας, νέος οικοδόμος, κατέβαινε με τα πόδια στην Ομόνοια, στο καφενείο, για εξεύρεση μεροκάματου. Γεροδεμένος και ανήσυχος έψαχνε για δουλειά αλλά ακόμη δεν είχε βρει. Γυρνούσε το κολατσό τσατισμένος αλλά αποφασισμένος. Θεούς κι Αγίους γύριζε άνω κάτω για να βρει μεροκάματο και να μάθει καλά τη δουλειά. Είχε τα σχέδια του και τις βασικές γνώσεις. Στη δουλειά του ήταν λεπτολόγος και δυνατός δουλευτής. Σαν ήθελε να ανοίξει κάποια μεσόπορτα έδινε μια μπουνια και τις περισσότερες φορές έβλεπε το σφιγμένο χέρι να περνάει διαμπερές από την άλλη. Η τρύπα ήταν άσκημο θέαμα και για αυτό κολούσε τσολιάδες ώστε να καλυφτει.
Κάποια άλλη φορά μετά από ένα ξέφρενο γλέντι γυρνούσαμε μέσα στη νύχτα και τραγουδούσαμε. Θέλαμε να πάμε στα αδέρφια Κ να κάνομε καντάδα και να συνεχίσομε την οινοποσία. Όπως τραγουδούσαμε “Η Φάμπρικα δε σταματά, δουλεύει νύχτα μέρα...”, μας συνέλαβαν οι μπάτσοι για διατάραξη κοινής ησυχίας. Μας οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Εκεί μαζεύτηκαν μια δεκαριά αστυνομικοί με ρόπαλα και μας φρουρούσαν. Κάποιος μπουνταλάς έβγαλε το γκλομπ και κινήθηκε προς το μέρος μας, βρίζοντας απειλητικά. Ο Νικόλας πήρε θέση μάχης και του σφύριξε, “τη φάτσα σου την έχω κόψει καλά- καλά. Εδώ είσαστε πολλοί και μπορεί να τα καταφέρετε να μας χτυπήσετε, αλλά μόλις σε δω έξω στο δρόμο θα σε μακελέψω!” Ο μπουνταλάς κοντοστάθηκε, έβαλε το γκλομπ στη θήκη του και γύρισε στο κύκλο με τους άλλους αστυνομικούς ενώ ο διοικητής κοίταζε απορημένος.
Ψέλισσε με απαλή φωνή, “εσείς παιδιά δεν είστε κλέφτες, τραγουδούσατε... δεν είναι και κάτι σοβαρό. Μόλις στείλουν τα στοιχεία σας απο το Λασίθι θα σας αφήσομε στη ευκή της Παναγίας”. Μας οδήγησε ο ίδιος στο υπόγειο με τα κελλιά, χωρίς να μας κλείσουν μέσα. Ο τρίτος της παρέας κάθησε σκεφτικός και φοβισμένος. Σε λίγες μέρες παρουσιαζόταν στο στρατό και σκεφτόταν τις επιπτώσεις. Εγώ με το Νικόλα βρήκαμε ένα μπαούλο και το χρησιμοποιήσαμε σαν καναπέ κι αρχίσαμε το τραγούδι με βροντερή φωνή, “Πότε θα κάμει Ξαστεριά”. Ένας νεαρός μπάτσος μας κοιτούσε απορημένος μα δεν έβγαλε αχνιά. Ερχόταν και η αλλαγή και τους έπιανε τρέμουλο. Και δόστου εμείς τραγούδι! Δεν είχε περάσει ένα μισάωρο και έφεραν τρις τύπους, που συνέλαβαν να κλεβουν υλικά και εργαλεία, από κάποια οικοδομή. Ένας μπάτσος τους σημαδευε με το αυτόματο, ο άλλος με το μπιστόλι και μια δεκαριά τους βαρούσαν ανελέητα με τα γκλομπς. Τους έριξαν κάτω και τους τσάκιζαν στις κλωτσιές. Εμείς βλέπαμε αηδιασμένοι και στεκόμαστε στο διάδρομο. Δεν μπήκαμε στα κελλιά. Ο ένας από τους τρις άρχισε να φωνάζει. “Εμένα ο θείος μου είναι υπουργός, ο Γ. και θα σας καταγγείλω...” Μόλις τον άκουσαν να ουρλιάζει σταμάτησαν το ανελέητο ξύλο. Ο διοικητής ήρθε αμέσως και μας πήρε στο γραφείο του, “Εσείς παιδιά τραγουδούσατε, δεν είστε κλέφτες! Αυτοί είναι κλέφτες, στην οικοδομή τους έπιασαν. Πηγαίνετε στο καλό... Γειά σας, γειά σας. Συγνώμη για τη ταλαιπωρία και τη συμπεριφορά εκείνου του αστυφύλακα... Μην το πειράξετε... Νίκο, βλέπω ότι είστε ντόμπροι ανθρώποι κι αυτός φουκαράς είναι και λιγόμυαλος...” Εμείς συνεχίσαμε τη καντάδα και τους αδερφούς τους ξυπνήσαμε με το τραγούδι μας. Την άλλη μέρα το πρωί ο ανηψιός του υπουργού τριγυρνούσε στην Ομόνοια και σε ερώτηση του Νικόλα που τον συνάντησε, απάντησε, “εμένα με άφησαν, τους άλλους δυο τους έχουν μέσα! Αυτοί θα τη πληρώσουν!” Έτσι είναι, αν έχεις μπάρμπα στη Κορώνη διάβαινε... Το μέσο και το ρουσφέτι ζει και βασιλεύει!
Πολλές ιστορίες αλλά ας ξαναγυρίσομε στα ζόρια μας. Βρίσκαμε κάτι να ξεγελάσομε τη πείνα μας κι ο νους σαν πολυεργαλάς έψαχνε να βρει σε πιο φιλικό σπίτι θα μας πρόσφεραν φαγητό και κρασί. Ήμασταν και πλεονέκτες. Ξεκινούσαμε ταχτικά για τον Ευαγγελισμό. Με τα πόδια βέβαια. Διασχίζαμε το κέντρο της Αθήνας, το Σύνταγμα και ανεβαίναμε. Μια ώρα περπάτημα και φτάναμε στο σπίτι της Π. Χωριανή μας που έμενε με τον αδερφό της. Καλά παιδιά και πάντα πρόσχαροι. Μας φιλοξενούσαν με ανοιχτές καρδιές. Εμείς δεν θέλαμε ποτέ καφέ. Λέγαμε ότι μαυρίζει τα έντερα. Προτιμούσαμε ρακές που πάντα τις συνόδευε μεζεκλίκι και που όσο περνούσε η ώρα εμπλουτιζόταν διαρκώς. Επειδή η Π μας γνώριζε από παιδιά μικρά, μόλις καταλάβαινε ότι ήμασταν πεινασμένοι έφερνε φαγητό και κρασί. Μεγάλη καρδιά! Σαν τρώγαμε και πίναμε φεύγαμε ευχαριστημένοι. Ανεβαίναμε το Λυκαβηττό μες τη τρελή χαρά. Μετά κατηφορίζαμε στου Γκύζη. Εκεί έμενε ένας κοντοχωριανός , ο Φ. Μόλις μας έβλεπε έβαζε το μπουκάλι τη ρακή στη μέση στο τραπέζι και αράδιαζε ποτηράκια γύρω του. Ακολουθούσαν ατέρμονες συζητήσεις για την αλλαγή, τους σοσιαλιστές, τους κομμουνιστές και με τα αναγκαία τσουγκρίσματα. Ακολουθούσαν τα τραγούδια που έμπλεκαν με τις κουβέντες για τους καταραμένους ποιητές. Οι ιδεολογικές αναζητήσεις και η συσσώρευση ιδεών και απόψεων πολλές φορές έφτανε στο κατακόρυφο. Η κουβέντα απλωνόταν παντού και η ευθυμία έφερνε όρεξη, ανέκδοτα και υποθέσεις. Με τα πόδια γυρνούσαμε στην Αχαρνών τραγουδώντας και πειράζοντας. Στους δρόμους όμορφος κόσμος. Όμορφες κοπέλες και πανηγύρι. Βέβαια εμείς τα βλέπαμε ακόμη πιο όμορφα στη τρελή χαρά μας. Εποχές με έρωτες, ονειροπολήματα και ελπίδες. Η θέληση μας δύναμη κι η δύναμη μας βράχος!
Σαν επιδημία είχε πέσει η έλλειψη χρημάτων. Ο Γιώργης κι ο Μιχάλης αναζητούσαν κι εκείνοι λύσεις. Τα απογεύματα είχαμε τον αγώνα της αλλαγής. Εξορμήσεις, φυλλάδια ομιλίες στις πλατείες και στα σπίτια. Τα βράδια οι παρέες έγραφαν τις δικές τους ιστορίες. Κρασί, μουσική, λίγο τα ντέρτια μας και το κέφι έμπλεκε με την αγωνία της επόμενης μέρας. Σκέψεις και απόψεις μας βασανίζανε. Με δυο λόγια αναβάλλαμε τη λύση για την επόμενη μέρα και συνεχίζαμε τις συζητήσεις. Με μουσική! Πάντα με μουσική! Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι καιροί. Το διάβασμα ήταν αγαπημένη ασχολία. Καλή παρέα!
Μια από τις μέρες εκείνου του καιρού, που δεν είχαμε ακόμη βρει λύσεις, πήγα το μεσημέρι στο φροντιστήριο. Άκεφος και σκεφτικός. Ο Νικόλας δεν είχε φανεί από το σπίτι. Η αίσθηση της πείνας δεν αφήνει το μυαλό να σκεφτεί. Όπως λένε νηστικό αρκούδι δεν χορεύει. Στο διάλλειμα μια συμμαθήτρια, η Μ κέρασε καφέ και τσιγάρο. Στη πρόταση της να πάμε για καφέ στη πλατεία βρήκα μια εύκολη δικαιολογία για να το αποφύγω. Ξεκίνησα με τα πόδια για το σπίτι. Ένα τέταρτο της ώρας μου αρκούσε. Κοιτούσα τα στρυμωγμένα αυτοκίνητα ακίνητα και τους νευριασμένους οδηγούς και χαμογελούσα. Κορναρίσματα και βρισιές δημιουργούσαν αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Κοίταζα όμως και στο πεζοδρόμιο. Τις προάλλες είχα βρει ένα πενηντάρικο που μου φάνηκε σαν χαμένος θησαυρός. Λίγο πριν τη πολυκατοικία, στην Αγίου Μελετίου, ήταν μια ταβέρνα, τα ΣΚΟΥΡΒΟΥΛΑ. Οι μυρωδιές έφταναν στη μύτη μου γαργαλιστικές. Οι παρέες έτρωγαν, έπιναν, φωνασκούσαν και οι σερβιτόροι έτρεχαν με τους γεμάτους δίσκους. Τρις μουσικοί, κιθάρα, βιολί κι ακορντεόν έπαιζαν εύθυμα τραγούδια κι εγώ στο τζάμι κοιτούσα… Γέλασα με τη κοπελίτσα. Οι μουσικοί της τραγουδούσαν στο τραπέζι «εις τον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται, παρακαλώ σας κύματα…» Τότε η αγριοφωνάρα του συνοδού της ακουγόταν φάλτσα και παράφωνη, «στο πάτο να την πάτε!» Βρε τον άχρηστο σκέφτηκα. Μα γιατί τα όμορφα κορίτσια να τα κυκλοφορούν τέτοιοι τύποι, αγενέστατοι και ψευτοκαπετάνιοι; Εκείνος ηδονιζόταν να κοιτάει σαρδονιακά τη κοπέλα κι εκείνη έστρεφε το βλέμμα στο δάπεδο. Οι μουσικοί προσπαθούσαν να σκεπάσουν την παραφωνία ανεβάζοντας το τόνο της φωνής τους, «να μην μου τη ξυπνάτε!», μα εκείνος επέμενε επαναλαμβάνοντας τη φράση του. Άγαρμπο χιούμορ με βαρβαρικό στυλ! Έμεινα λίγο στο τζάμι και τους παρατηρούσα. Κοιτούσα την αμίλητη κοπέλα με προσοχή. Την έκοβα για να θυμάμαι τη φυσιογνωμία της. Ίσως κάπου να την ξαναέβλεπα… Προφανώς τα άγαρμπα χωρατά και τα βροντερά γέλια την εκνεύρισαν. Σηκώθηκε έβαλε τη τσάντα της στον ώμο και πήγε μέχρι την έξοδο. Βγήκε έξω και έψαχνε πώς να φύγει. Σταμάτησα ένα ταξί και της άνοιξα τη πόρτα. Σαν βγήκε έξω να την ψάξει ο αρειμάνιος τύπος δεν βρήκε ούτε τη σκόνη της.
Χαμογελώντας βάδιζα προς την πολυκατοικία. Κοίταξα το μίνι μάρκετ σκεφτικός. Ανέβηκα βιαστικός τα σκαλιά και γύρισα το κλειδί στη πόρτα της εισόδου. Τράβηξα προς το ασανσέρ κι έφτασα στο τέταρτο όροφο. Περπάτησα τα σκαλιά για τη ταράτσα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Σταμάτησα και κοίταξα τον ουρανό χαμογελώντας με το κορίτσι. Έφερνα τη σκηνή στο μυαλό μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι της έλεγε και εκείνη δεν μιλούσε μα ούτε τον κοιτούσε. Κάπνιζε με βαθιές ρουφηξιές και φυσούσε εκνευρισμένη το καπνό. Εκείνος χειρονομούσε μιλώντας μα εκείνη το χαβά της. Αδιάφορη και τσατισμένη. Χμ... χρήσιμη παρατήρηση να νοιώθεις την αδιάφορη γυναίκα! Πολύ χρήσιμη!
Στράφηκα στον ουρανό. Αστροφεγγιά και η πόλη φωτοπλημμυρισμένη. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στην Ακρόπολη. Έφερα στο νου μου τους αρχαίους έλληνες. Σε τούτο το μέρος οι πενήντα με εξήντα χιλιάδες ελεύθεροι αθηναίοι ανέδειξαν τα κορυφαία μυαλά της ανθρωπότητας. Σαν ελεύθεροι πολίτες δεν σκοτωνόταν στη δουλειά κι έτσι είχαν χρόνο για συζητήσεις, σκέψεις, μελέτη και συμμετοχή στα κοινά. Η Τέχνη και οι επιστήμες προόδευσαν! Η γνώση τους έμεινε παρακαταθήκη στους αιώνες. Ο ελεύθερος χρόνος είναι δικαίωμα στη ζωή! Αν σκλαβώσομε τις μηχανές και τους υπολογιστές τότε θα έχομε ελεύθερο χρόνο να ζούμε δημιουργικά και όμορφα! Να που φτάνει και η τεχνητή νοημοσύνη. Θα την βάλουν στην υπηρεσία του ανθρώπου ή θα μας στείλουν άνεργους και καταφρονεμένους;
Γέλασα σαν θυμήθηκα το Πλούτο του Αριστοφάνη. Να ‘χαμε ένα τέτοιο θεό να μας κάνει όλους πλούσιους! Να έχομε χρήματα, να ζούμε, να διαβάζομε, να έχομε χαρές και γλέντια! Μα το Πλούτο τον έχουν οι πλούσιοι και τον αρμέγουν μοναχοί οι μοναχοφάηδες! Όλος ο κόσμος ξέρει πως οι δουλευτάδες δεν έχουν τύχη. Μόνο οι πονηροί και οι δωσίλογοι πλουταίνουν κάθε μέρα. Στραβός θεός κι ο Πλούτος!
Προχώρησα κι έφτασα στην πόρτα της μικρής γκαρσονιέρας. Ήταν ανοιχτή αλλά τα φώτα σβηστά. Πέρασα το κατώφλι με την αίσθηση ότι κάποιο η κάποιους θα βρω να κοιμούνται στο δωμάτιο. Ίσως κάποιο φιλικό ζευγαράκι που έψαχνε κρυφή ερωτική γωνιά. Συνηθισμένα αυτά για το μικρό σπιτάκι. Μπήκα κι άναψα τα φώτα. Ψυχή δεν υπήρχε. Άφησα τα βιβλία στο τραπέζι που χρησιμοποιούσα για γραφείο. Κοίταξα αφηρημένα το σιδερένιο κρεβάτι και τη μικρή βιβλιοθήκη στη γωνία. Γέλασα με το κομοδίνο. Είχα ντύσει ένα τελάρο και πάνω είχα ένα μικρό πορτατίφ κι ένα κασετόφωνο με πέντε πλήκτρα. Στο τοίχο είχα ένα μεγαφωνάκι αυτοκινήτου που ήταν συνδεμένο με το κασετόφωνο. Στους τοίχους είχα αφίσες με το παιδί να βάζει το γαρύφαλλο στο τουφέκι από την επανάσταση των γαρυφάλλων της Πορτογαλίας και τους απεργούς από το γνωστό φιλμ 1900 του Μπερτολούτσι. Ο Τσε Γκεβάρα δέσποζε στον άλλο τοίχο και πιο δίπλα ο Ένγκελς.
Σκέφτηκα να κάνω ένα δροσερό μπάνιο και μετά να χτυπήσω λίγο αλάτι με λάδι και ψωμί. Έριξα μια ματιά στο κρεβάτι και χαμογέλασα. Ντουχιούντιζα ότι η Ν είναι τσιμπημένη μαζί μου και αν της ζητήσω οικονομική συνδρομή για λίγες μέρες σίγουρα θα βοηθούσε, όμως μετά θα αποχτούσε θάρρος που με προβλημάτιζε. Εγώ τη θεωρούσα φίλη και πολύ καλή φίλη. Εγώ ήθελα τη Β αλλά η Ν είχε εξομολογηθεί τον έρωτα της σε αυτή κι έτσι εκείνη σιωπούσε και κοκκινίζε σαν της μιλούσα και της πρότεινα να βγούμε τα δυο μας. Της έλεγα ότι είναι όμορφη, έξυπνη, ντύνεται κομψά και γινόταν σαν παπαρούνα. Στεκόταν και δεν έβγαζε άχνα. Πλησίασα το κασετόφωνο, πάτησα το πλήκτρο και το μεγαφωνάκι άρχισε να παίζει. «Μία φούντωση μια φλόγα, έχω μέσα στη καρδιά…» Συλλογισμένος μουρμούριζα το τραγούδι. Δεν μπορούσα να είμαι και εντελώς αμίλητος. Τις προάλλες, σε μια νυχτερινή μας έξοδο με τη Β, της έδωσα το μπουφάν για να μην κρυώνει. Την αγκάλιασα και τη φίλησα κι έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα. Με φιλούσε όμως κι ας έμενε ακίνητη κι αμίλητη. Σαν τη πήγα σπίτι της, μου το έδωσε πίσω και ένοιωθα το άρωμα της. Πείσμωνα και κατέστρωνα τα σχέδια μου.
Μέσα σε αυτές τις έγνοιες και τις σπαζοκεφαλιές το βλέμμα μου έπεσε στο τραπέζι. Ένα χαρτί τράβηξε την προσοχή μου. Μια άσπρη κόλλα πατημένη με μια ζωγραφισμένη πετρούλα. Τη πήρα στα χέρια και χαμογέλασα.
«Φίλε, σήμερα βρήκα μεροκάματο και πήρα πεντακόσιες δραχμές. Σου αφήνω δυο κατοστάρικα και ένα μπολ με ρεβίθια για φαγητό. Κράτησα λίγα περισσότερα και δεν τα μοίρασα στη μέση για να αγοράσω τα υλικά για φαγητό. Νικόλας»
Κοίτα δεξά, κοίταξα ζερβά μα δεν έβλεπα ούτε το μπολ, μα ούτε και τα κατοστάρικα. Έψαξα το δωμάτιο αλλά δεν είδα κάτι. Κοίταξα την ανοιχτή πόρτα σκεφτόμενος. Δεν έχω αντίρρηση να την αφήνω ανοιχτή αλλά τώρα το μετάνοιωνα λιγάκι. Βγήκα από τη μπαλκονόπορτα στη ταράτσα και επέστρεψα από τη πόρτα. Διέσχισα το μικρό διάδρομο και μπήκα στη κουζινίτσα. Ένας νεροχύτης, δίπλα ένα πετρογκάζ με ντουλαπάκι κι ένα σιδερένιο τραπεζάκι. Από μικρός είχα τη συνήθεια να πλύνω το πιάτο μόλις έτρωγα. Κοίταξα στο νεροχύτη. Κάτι διέκρινα που μου προξένησε εντύπωση. Πλησίασα και είδα ένα άδειο άσπρο μπολ. Δίπλα στο καπάκι είδα ένα σημείωμα και δυο κατοστάρικα καρφιτσωμένα σε αυτό. Πήρα το σημείωμα στα χέρια μου και διάβασα.
«Φίλε, πεινούσαμε και φάγαμε τα ρεβίθια. Σου αφήσαμε όμως τα δυο κατοστάρικα για να τη βολέψεις κι εσύ. Αδερφοί Καρύδη!»
Έβαλα τα γέλια. Φαντάστηκα τους δυο φίλους να τρώνε και να στρώνουν το σχέδιο.
Έκανα μπάνιο και χαλάρωσα. Σκεφτόμουν ότι αύριο θα μπορούσα να καλέσω για καφέ την κοπέλα. Για την ώρα βγήκα να ψωνίσω κάτι για φαγητό…